αδούλευτος

αδούλευτος
-η, -ο (Α ἀδούλευτος, -ον) [δουλεύω]
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει υποστεί κατεργασία ή επεξεργασία ή καλλιέργεια
2. (για συσκευές, μηχανές κ.λπ.) αυτός που ακόμη δεν χρησιμοποιήθηκε, αμεταχείριστος
3. ανεκμετάλλευτος
4. (για τόκο, μισθό κ.λπ.) αυτός για την καταβολή ή πληρωμή τού οποίου δεν συμπληρώθηκε ο απαιτούμενος χρόνος
5. (για μισθό) αυτός που προεξοφλήθηκε χωρίς να έχει δουλευτεί
6. αυτός που δεν έχει ταλαιπωρηθεί από χειρωνακτική εργασία
7. αυτός που από οκνηρία δεν εργάζεται, ο τεμπέλης
8. αυτός που δεν καταβλήθηκε από κοπιαστική εργασία
9. (για γυναίκα) αυτή που δεν έχει έλθει ακόμη σε σεξουαλική επαφή
αρχ.
1. αυτός που δεν έγινε ποτέ δούλος
2. αυτός που δεν υποτάσσεται, που δεν υποδουλώνεται, ο αδούλωτος
3. δούλος που ποτέ δεν πωλήθηκε σε άλλο κύριο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀδούλευτος — one who has never been a slave masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδούλευτος — η, ο 1. ανεπεξέργαστος, ακαλλιέργητος: Τα χωράφια όταν μείνουν αδούλευτα αγριεύουν. 2. αυτός που αποχτήθηκε χωρίς κόπο: Πήρε χρήματα αδούλευτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδούλευτον — ἀδούλευτος one who has never been a slave masc/fem acc sg ἀδούλευτος one who has never been a slave neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδουλεύτου — ἀδούλευτος one who has never been a slave masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άδουλος — (I) ἄδουλος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει δούλους, κατά συνέπεια ο πολύ φτωχός 2. (για σπίτια) αυτό που δεν υπηρετείται από δούλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δοῦλος. ΠΑΡ. αρχ. ἀδουλία]. (II) η, ο 1. αυτός που δεν δουλεύει, αν και τό επιθυμεί,… …   Dictionary of Greek

  • άνεργος — η, ο (Α ἄνεργος, ον) [έργον] αυτός που δεν έχει εργασία, δεν εργάζεται, εκείνος που είναι χωρίς δουλειά αρχ. 1. απραγματοποίητος ανεκτέλεστος 2. ακατέργαστος, αδούλευτος 3. αδρανής, οκνηρός 4. φρ. «έργα άνεργα» ολέθρια έργα …   Dictionary of Greek

  • αδιέργαστος — η, ο (Α ἀδιέργαστος, ον) [διεργάζομαι] αυτός που δεν τού έγινε ολοκληρωμένη επεξεργασία, αδούλευτος, ανεπεξέργαστος, ατελείωτος …   Dictionary of Greek

  • ακάρπωτος — η, ο (Α ἀκάρπωτος, ον) αυτός που δεν παράγει καρπούς, ο άγονος νεοελλ. αυτός που δεν έχει μεστώσει «ακάρπωτα κουκιά» ΙΙ αρχ. 1. αδούλευτος, ακαλλιέργητος («ἀκάρπωτος γῆ», Θεόφρ.) 2. ανώφελος, μάταιος «νίκας ἀκάρπωτον χάριν» (Σοφ. Αί. 176) 3. ο… …   Dictionary of Greek

  • ακατέργαστος — η, ο (Α ἀκατέργαστος, ον) [κατεργάζομαι] αυτός που δεν είναι κατεργασμένος, ο αδούλευτος ή ο άμορφος νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει την απαραίτητη μόρφωση, ο αμόρφωτος 2. ο άξεστος στους τρόπους αρχ. ο ακαλλιέργητος «ἀκατέργαστος γῆ» 2. αχώνευτος …   Dictionary of Greek

  • αμάλακτος — και χτος και γος, η, ο (AM αμάλακτος, ον) αυτός που δεν μαλάσσεται, που δεν μπορεί κανείς να τόν κατεργαστεί, ο σκληρός νεοελλ. 1. αυτός που δεν μαλάχτηκε με ζύμωση ή άλλη επεξεργασία, ο αμαλάκωτος 2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν γνώρισε ερωτικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”